- ἐπονομάζομαι
- ἐπονομάζωapplypres ind mp 1st sgἐπονομάζωapplypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επονομάζομαι — επονομάζομαι, επονομάστηκα, επονομασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιλέγω — (AM ἐπιλέγω) 1. διαλέγω, εκλέγω, ξεχωρίζω (α. «επέλεξα τους καλύτερους» β. «Παῡλος ἐπιλεξάμενος Σίλαν ἐξῆλθε», ΚΔ) 2. παθ. επονομάζομαι, επικαλούμαι («Ἰησοῡς ὁ ἐπιλεγόμενος Χριστός») νεοελλ. λέω τον επίλογο αρχ. μσν. 1. λέω επί πλέον ή μετά από… … Dictionary of Greek
επωνυμούμαι — ἐπωνυμοῡμαι έομαι, (Μ) επονομάζομαι … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
επιλέγομαι — επιλέγομαι, επιλέχθηκα και επιλέχτηκα, επιλεγμένος βλ. πίν. 140 Σημειώσεις: επιλέγομαι : με την έννοια → επονομάζομαι χρησιμοποιείται μόνο η μτχ. επιλεγόμενος (→ επονομαζόμενος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επικαλούμαι — επικαλέστηκα, επικαλεσμένος, μτβ. 1. επονομάζομαι: Νικόλαος Πλαστήρας, ο επικαλούμενος Μαύρος Καβαλάρης. 2. κάνω έκκληση, προσκαλώ κάποιον σε βοήθειά μου: Επικαλούμαι το Χριστό. 3. προβάλλω κάτι για όφελός μου, καταφεύγω σε κάτι για υπεράσπισή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιλέγω — επίλεξα και επέλεξα, επιλέχτηκα, επιλεγμένος, μτβ. 1. λέγω κάτι ως επίλογο, προσθέτω τελικά: Και επιλέγοντας κλείνω το λόγο μου με τα εξής. 2. Κάνω επιλογή, εκλέγω, διαλέγω (το καλύτερο βέβαια): Επέλεξετους ποδοσφαιριστές της εθνικής ομάδας. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)